- λούζα
- και λούτζα και λόζα, η1. είδος αλλαντικού από χοιρινό φιλέτο2. άδενδρη τοποθεσία σε δασώδη έκταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λούτζα — η 1. κοινή ονομασία τού φυτού δίκταμνος, το δίκταμο 2. λούζα* … Dictionary of Greek
Βαιθήλ — Αρχαία πόλη της Παλαιστίνης, με προηγούμενη ονομασία Λουζ ή Λουζά. Βρισκόταν στο όρος Εφραίμ, βόρεια της Ιερουσαλήμ, και αποτελούσε τον πρώτο γνωστό τόπο λατρείας των Ιουδαίων, που ίσως από τη ρωμαϊκή εποχή τον χρησιμοποιούσαν ήδη για… … Dictionary of Greek